- επικορύσσομαι
- ἐπικορύσσομαι (Α)οπλίζομαι εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορύσσομαι «οπλίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεκορυσσόμην — ἐπικορύσσομαι arm oneself against imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)